παρεμφατικός

παρεμφατικός
παρεμ-φᾰτικός, ή, όν,
A indicative, προσώπου, πλήθους, A.D.Pron.63.10, Synt.68.6 ; τὰ π. finite verb-forms, opp. ἀπαρέμφατα, D.H.Comp.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρεμφατικός — ή, ό / παρεμφατικός, ή, όν ΝΑ [παρεμφαίνω] φρ. «τα παρεμφατικά» ή «παρεμφατικές εγκλίσεις» γραμμ. η οριστική, η υποτακτική, η ευκτική και η προστακτική, οι οποίες παρεμφαίνουν το πρόσωπο και τον αριθμό, σε αντιδιαστολή προς το απαρέμφατο νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • παρεμφατικά — παρεμφατικός indicative neut nom/voc/acc pl παρεμφατικά̱ , παρεμφατικός indicative fem nom/voc/acc dual παρεμφατικά̱ , παρεμφατικός indicative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμφατικόν — παρεμφατικός indicative masc acc sg παρεμφατικός indicative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμφατικαί — παρεμφατικός indicative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”